- υπερλαμπρύνομαι
- Α1. υπερβάλλω σε λαμπρότητα, λάμπω περισσότερο2. (για κυνηγετικά σκυλιά) επιδεικνύω μεγάλη προθυμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + λαμπρύνομαι «γίνομαι λαμπερός, ζωηρός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερλαμπρυνόμεναι — ὑπερλαμπρῡνόμεναι , ὑπερλαμπρύνομαι outshine pres part mp fem nom/voc pl ὑπερλαμπρῡνόμεναι , ὑπερλαμπρύνομαι outshine pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερλαμπρύνεσθαι — ὑπερλαμπρύ̱νεσθαι , ὑπερλαμπρύνομαι outshine pres inf mp ὑπερλαμπρύ̱νεσθαι , ὑπερλαμπρύνομαι outshine pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερλαμπρύνονται — ὑπερλαμπρύ̱νονται , ὑπερλαμπρύνομαι outshine pres ind mp 3rd pl ὑπερλαμπρύ̱νονται , ὑπερλαμπρύνομαι outshine pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)